-
1 πήγνυμι
Aπηγνύουσι Hdt.4.72
(v.l.), Thphr.HP6.6.9, butπηγνῦσι Hdt.
l.c. codd. plur., Hp.Vict.2.60 ; opt. codd. ; inf.πηγνύειν X.Cyn.6.7
, Dsc.4.95: [tense] impf. ([etym.] περι-), Nonn.D.5.50 : late form of [tense] pres. [full] πήσσω (q. v.): [tense] fut.πήξω Il.22.283
; [dialect] Dor.πάξω Pi.O.6.3
: [tense] aor. ἔπηξα, [dialect] Ep.πῆξα Od.12.15
, etc. ; [dialect] Aeol. part.πάξαις Pi.O.10
(II).45 : [tense] pf. πέπηχα, only [tense] plpf.ἐμ-πεπήχεσαν D.C.40.40
:—[voice] Med. in trans. sense, : [tense] fut.πήξομαι Gal. 10.388
: [tense] aor. , Hdt.6.12, etc.:—[voice] Pass. πήγνῠμαι : [tense] fut. , Th.4.92 ; πήξομαι (as [voice] Pass.) Hp.Aër.8: [tense] aor. 1 ἐπήχθην, [dialect] Ep. [ per.] 3pl.πῆχθεν Il.8.298
, [dialect] Dor. subj.παχθῇ Theoc.23.31
, part. : more freq. [tense] aor. 2 ἐπάγην [pron. full] [ᾰ], [dialect] Ep. πάγην, [dialect] Ep. [ per.] 3pl.πάγεν Il.11.572
; part. , E.IA 395 : [tense] pf. πέπηγμαι ([etym.] κατα-, συμ-) D.H.5.46, Arr.An.2.21.1: [tense] plpf.ἐπέπηκτο Jul. Or.3.123b
; but in the best authors, πέπηγα is used as the [tense] pf. [voice] Pass., Il.3.135, etc. ; [dialect] Aeol.πέπᾱγα Alc.34
; opt.πεπαγοίην Eup.435
: [tense] plpf.ἐπεπήγειν Il.13.442
, Th.3.23 :I stick or fix in, ἐν δὲ μετώπῳ πῆξε [τὴν αἰχμήν] Il.4.460, etc. ;ἔνθα οἱ ἔγχος ἔπηξε 13.570
;ἐν γαίῃ π. ἐρετμόν Od.23.276
(orγαίῃ 11.129
) ;π. ἐπὶ τύμβῳ ἐρετμόν 11.77
(orτύμβῳ 12.15
) ; [γύην] ἐν ἐλύματι π. Hes.Op. 430;ἔπαξε διὰ φρενῶν ξίφος Pi.N.7.26
; fix in the earth, plant, , cf. Aj. 821 ; σκηνήν, σκηνὰς π., pitch a tent, And.4.30, Pl.Lg. 817c (in [voice] Med., σκηνὰς πηξάμενοι pitching themselves tents, Hdt.6.12); σταύρωμα π. Th.6.66;τὰς σχαλίδας π. ὑπτίας X.Cyn.6.7
; plant seeds or cuttings, Thphr.HP6.6.9, 7.4.10 : intr. [tense] pf. and [voice] Pass., δόρυ δ' ἐν κραδίῃ ἐπεπήγει the spear stuck fast in his heart, Il.13.442 ;[δοῦρα] ἐν χροῒ πήγνυτο 15.315
;[ὀϊστοὶ] ἐν χροῒ πῆχθεν 8.298
;δοῦρα ἐν σάκεϊ πάγεν 11.572
;[ξίφος] πέπηγεν ἐν γῇ S.Aj. 819
;σκηνὴ ἔσκε πεπηγυῖα ἑτοίμη Hdt.7.119
; κυρβασίας ὀρθὰς πεπηγυίας ib.64, cf. 70 :—[voice] Med., ἐν ἀλλήλοις χείλεα πηξάμενοι, of kissing, AP5.254 (Paul. Sil.).2 stick or fix on,κεφαλὴν ἀνὰ σκολόπεσσι Il.18.177
;σκόλοψι δέμας E.IT 1430
; :—[voice] Pass., ἀμφὶ βουπόροισι πηχθέντας μέλη ὀβελοῖσι having their limbs fixed on spits, Id.Cyc. 302 ; ὑπὸ ῥάχιν παγέντες impaled, A.Eu. 190.3 fix upon an object, κατὰ χθονὸς ὄμματα π. Il.3.217 : intr. [tense] pf., d, cf. Jul. l. c. ([voice] Pass.);πεπηγυῖα τὰς τῶν ὀμμάτων βολὰς ἐς τὰ τῆς ψυχῆς ἀπόρρητα Philostr.Jun.Im.11
: c. inf., ἡ σοφία ἀρέσκειν πέπηγε is bent upon pleasing, Pl.R. 605a : abs., τὸ πεπηγὸς ὄμμα immovable eye, fixed gaze, Hp.Prorrh.1.46, cf. Gal.16.610.II fasten [different parts] together, fit together, build,νῆας πῆξαι Il.2.664
; ἴκρια π. Od.5.163 :—[voice] Med., πήξασθαι ἄμαξαν build oneself a wagon, Hes. Op. 455 ;νέας πηξάμενοι Hdt.5.83
:—[voice] Pass., to be joined or put together,ψυχὴ καὶ σῶμα παγέν Pl.Phdr. 246c
.III make solid or stiff, esp. of liquids, freeze,θεὸς.. πήγνυσι πᾶν ῥέεθρον A.Pers. 496
; τοὺς ποταμοὺς ἔπηξε (sc. ὁ θεός) Ar.Ach. 139 ;βορρᾶς πηγνὺς τοὺς ἀνθρώπους X. An.4.5.3
; curdle,γάλα Dsc.4.95
:—[voice] Med., τυροὺς πήγνυσθαι to make oneself cheese (by curdling the milk), Luc.VH1.24:—[voice] Pass. and intr. [tense] pf., become solid, stiffen,γοῦνα πήγνυται Il.22.453
;ἄρθρα πέπηγέ μου E.HF 1395
(but also, become firm or set, of limbs, Ael.NA2.11 ;πεπηγυῖα ὑγιεινὴ κατάστασις Gal.Thras.7
) ; of liquids, freeze,ἡ θάλασσα πήγνυται Hdt.4.28
; ἅλες πήγνυνται salt crystallizes, ib.53, cf.6.119 ;φόνος πέπηγεν A.Ch.67
(lyr.);πεπάγαισιν ὐδάτων ῤόαι Alc.34
, cf. X.An.7.4.3 ; κρύσταλλος ἐπεπήγει οὐ βέβαιος was not frozen so as to bear, Th.3.23 ;ἁνίκα [χιὼν] παχθῇ Theoc.23.31
; ὄστρακον [ᾠοῦ] π. Arist.GA 752a35; γάλα π. Id.PA 676a14 ; ὀφθαλμῶν οἱ μὲν ὑγιεῖς, οἱ δὲ πεπηγότες blind, of buds, Thphr.CP5.12.10 : metaph., to be petrified, struck dumb, Antiph.166.7.IV metaph., fix,ὅρους τοῖς βαρβάροις Lycurg.73
, cf. Aristopho 9.7 : Astrol., fix, determine a nativity, Sch. Ptol.Tetr. 103 :—[voice] Med., ὄφρα ἐν φρασὶ πάξαιθ', ὅπως .. that he might keep it fixed in his heart, Pi.N.3.62 ; establish,χορούς Him.Or.16.6
:— [voice] Pass. and intr. [tense] pf., to be irrevocably fixed, established,εἷς ὅρος ἡμῖν παγήσεται Th.4.92
; πῆγμα (Aurat. for πῆμα)γενναίως παγέν A.Ag. 1198
;κακῶς παγέντας ὅρκους E.IA 395
;ὀρθὰς παγείσας φρένας Carc. 6.2
;μὴ γὰρ ὡς θεῷ νομίζετ' ἐκείνῳ τὰ παρόντα πεπηγέναι πράγματα ἀθάνατα D.4.8
;τὰ καλῶς πεπηγότα τῇ φύσει Id.25.90
. (Cf. Lat. pango.)Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πήγνυμι
-
2 ἐπιλείπω
A leave behind,ἐπὶ δὲ πλεῖον ἐλέλειπτο Od.8.475
, cf. X.An. 1.8.18 codd.:—[voice] Med., leave behind, of gleanings, v.l. in LXX Ob.1.5:— [voice] Pass., c.gen., fall short of,παντὸς ἀριθμοῦ Pl.Epin. 978b
: c. dat., τῇ δυνάμει, τῇ οὐσίᾳ, Arist.Ath.20.2, 27.4.2. leave untouched, ὡς οὔτ' : c.part., μυρίαἐ. λέγων Id.Phlb. 26b
, cf. 52d.II. of things, fail one, c.acc. pers.,ἥβην.., ἥ μ' ἐπιλείπει Thgn.1131
;ὕδωρ [μιν] ἐπέλιπε Hdt.7.21
, cf. 2.174; so τῶν ὄμβρων ἐπιλιπόντων αὐτούς (sc. τοὺς ποταμούς) Id.2.25; ; ἐπειδὰν αὐτοὺς ἐπιλίπωσινἐλπίδες Th.5.103
: c.inf.,[ὁ νόμος] ἐμοὶ μόνῳ ἐπέλιπε μὴ ὠφελῆσαι Antipho 5.17
; ἐπιλίποι ἂν ἡμᾶς ὁ χρόνος time would fail me, Isoc.1.11, cf. Lys.12.1, Ep.Hebr.11.32; τὸ ὕδωρ ἡμᾶς ἐ. Isoc.15.320; ἐπιλείψειμε λέγονθ' ἡ ἡμέρα D.18.296
: later, c.dat., Plu.Cic.42, Ael.NA8.17.2. Hdt., freq. of rivers, ἐ. τὸ ῥέεθρον leave their stream unfilled, run dry, Hdt.7.43, 58, al.; without ῥέεθρον, fail, run dry, ib. 127; .3. generally, fail, be wanting,ἵνα μὴ ἐπιλίπῃ κατεσθιόμενα Hdt.3.108
; σῖτος ἐπιλιπών a deficiency of it, Th.3.20 codd.; τὰ ἐπιτήδεια ἐ. X.An.4.7.1; ὥστε τὸν λόγον μηδέποτε ἐ. Pl.Prt. 334e; opp. περιγίγνεσθαι, Ar.Pl. 554: c.gen., fall short, σπουδῆς οὐθὲν ἐ. Michel 332.9 ([place name] Odessus).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπιλείπω
-
3 ὑπερπίμπλημι
A overfill,τοὺς ποταμούς Ael.NA16.12
:—mostly in [voice] Pass., to be overfull, Hp.Int.10;διὰ τὸ ὑπερπεπλῆσθαι Arist.HA 625b4
; : c. gen.,ὑπερπλησθεὶς μέθης S.OT 779
; ὕβρις, εἰ πολλῶν ὑπερπλησθῇ ib. 874 (lyr.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑπερπίμπλημι
-
4 ὑποτίθημι
A place under,ὑπὸ κύκλα ἑκάστῳ πυθμένι θῆκεν Il.18.375
; τὰ φρύγαν' ὑ. puts the firewood under, Telecl.40; θεοῦ βάσεις ὑποτιθέντος putting legs or feet under them, Pl.Ti. 92a, cf. Arist.PA 686a34;σιδηρᾶς κανονίδας ὑ. Ph.Bel.57.11
, cf. 60.31, al.;ὑπὸ ποταμοὺς πολλοὺς.. πόλιν ὑ. Pl.Lg. 682c
;κύλικα ὑπὸ τὴν κλίνην IG12(5).593.21
(Iulis, v B. C.); ὀχετὸν ἐκποιήσαντι καὶ ὑποθέντι ib. 12.373.66;[φοίνικας] ὑ. X.Cyr.7.5.12
;ἀλεκτορίδι ὑ. τὰ ᾠά Arist.HA 564b3
; ἑαυτὴν [ τῷ ἄρρενι] ib. 540a11;ὑ. <τι> ὑπὸ τὸν ὀφθαλμόν Id.Pr. 874a9
; of a prancing horse,ὑ. τὰ ὀπίσθια σκέλη ὑπὸ τὰ ἐμπρόσθια X.Eq. 11.2
; τὰ ὄπισθεν σκέλη διὰ πολλοῦ ὑ. bring up his hind legs far apart from one another, ib.1.14;κατακλίνεται [ὁ λαγὼς] ὑποθεὶς τὰ ὑποκώλια ὑπὸ τὰς λαγόνας Id.Cyn.5.10
: metaph.,ὑποχειρίους τοῖς ἐχθροῖς ὑ. τὰς αὑτῶν πατρίδας Pl.Plt. 308a
; ἔστε ὑπέθηκε Ἀΐδᾳ until he handed him over to Hades, of a hound attacking a boar, PCair.Zen.532.11 (iii B. C.):—[voice] Med., place under one's feet, τι X.Cyr.8.1.41;τοὺς μηροὺς ὑφ' αὑτά Arist.IA 713a23
.b subjoin, enclose, append a document, (iii B. C.), cf. Sammelb.5675.2 (ii B. C.), etc.: so in [voice] Med., PLond.3.921.10 (ii/iii A. D.).II set before one, offer, suggest,τὴν ἐν φίλοις δικαιοτάτην ὑπόθεσιν ἔχω ὑποτιθέναι X.Cyr.5.5.13
; hold out hope,ὑποτιθεῖς τίν' ἐλπίδα; E.Or. 1186
, cf. X.HG4.8.28, D.23.58, Plu.2.256a, Lys. 23, Aristid.1.379 J.; ;ἡ εὐπραγία ὑ. ἰσχὺν τῆς ἐλπίδος Id.4.65
; ὑπέθηκας ὀρθῶς τοὺς λόγους, i. e. you have given good advice, E.IA 507; τὸν ὑποθέντα τὰς τέχνας γυναιξὶ τόνδε he who proposed these tricks to the women, Id.Ba. 675:—earlier in [voice] Med., suggest, ; , cf. Il.11.788;δόλον ὑπεθήκατο Hes.Th. 175
;ἄλλα μὲν αὐτὸς ἐνὶ φρεσὶ σῇσι νοήσεις, ἄλλα δὲ καὶ δαίμων ὑποθήσεται Od.3.27
;Κροῖσος ταῦτά οἱ ὑπετίθετο Hdt. 1.156
, cf. 3.36;ἔπεμψέ με σωτηρίην ὑποθησόμενον ὑμῖν, ἤν περ βούλησθε πείθεσθαι Id.5.98
, cf. 7.237; : c. dat. pers. only, advise, counsel, admonish one, Od.2.194, 5.143, Ar.Av. 1362, Lys. 522 (anap.), Pl.Chrm. 155d: with an Adv.,ἀλλά μοι εὖ ὑπόθευ Od. 15.310
, cf. Hdt.1.90;αὐτάρ τοι πυκινῶς ὑποθησόμεθ', αἴ κε πίθηαι Il. 21.293
.2 [voice] Med., in stronger sense, enjoin, ; of a doctor, Pl.Plt. 295c; of Nestor, Id.Hp.Ma.286b; [Μέττιος Ῥοῦφος] τῷ στρατηγῷ περὶ τούτου ὑπέθετο POxy. 237 vi 40
(ii A. D.); gloss on ἐπιστέλλει, Sch.S.OT 106; of Pythagoras,τὴν εἰς τὸ σπονδειακὸν μεταβολὴν ὑπέθετο τῷ αὐλητῇ Iamb.VP25.112
; (ii A. D.); δύο σκοποὺς ὑποθέσθαι τῆς φλεβοτομίας prescribe two conditions of (successful) venesection, Gal.15.765.3 [voice] Med., instruct, demonstrate, ; δεῖ ὑποθέσθαι τί λέγομεν τὸ βαρύ as a preliminary we must explain, Id.Cael. 269b20;ὑ. ὡς χρὴ μάχεσθαι Philostr.Her.10.5
;Φινεὺς.. τοῖς Ἀργοναύταις.. περὶ τῶν συμπληγάδων ὑπέθετο πετρῶν Apollod.1.9.22
;ὁ ὑποθέμενος αὐτῷ τὴν ἀνάγνωσιν Arr.Epict.1.26.13
, cf. 2.2.21;παλαισμάτων εἴδη ὁπόσα ἐστί, δηλώσει ὁ παιδοτρίβης, καιρούς τε ὑποθέμενος κτλ. Philostr.Gym.14
: c. acc. et inf.,ὑ. τῷ ἐπιεικεῖ παιδὶ ῥᾴδιον πεφυκέναι κτλ. Iamb.VP10.51
.III [voice] Med., propose to oneself as a task,πολεμιστήριον [ἵππον] ὑπεθέμεθα ὠνεῖσθαι X.Eq.3.7
;δεῖ ὑποτίθεσθαι κατ' εὐχήν, μηδὲν μέντοι ἀδύνατον Arist. Pol. 1265a17
; make up one's mind, adopt as a policy, ;τοῦθ' ὑπέθετο, δεινότατον πρᾶγμα, οἶμαι, ὅπως ἐν ἐκείνῳ εἴη.. φάναι And.1.39
;ἕνα τοῦτον ὑποθέμενος τὸν σκοπόν, ἅπαντας ἡμᾶς ἀγορεύειν κακῶς Luc.Pisc.7
;πρὶν τὴν ἀρχὴν ὀρθῶς ὑποθέσθαι, μάταιον ἡγοῦμαι περὶ τῆς τελευτῆς ὁντινοῦν ποιεῖσθαι λόγον D.3.2
:—[voice] Pass.,ὁ ὑποτεθεὶς σκοπός Arist.EN 1144a24
.2 propose to oneself as a subject of discussion or argument,ἀπ' ἐμαυτοῦ ἄρξωμαι καὶ τῆς ἐμαυτοῦ ὑποθέσεως, περὶ τοῦ ἑνὸς αὐτοῦ ὑποθέμενος, εἴτε ἕν ἐστιν εἴτε μή [ἕν], τί χρὴ συμβαίνειν; Pl.Prm. 137b
, cf. Ti. 26a;ἵνα μὴ δοκῶ περὶ τὰ μέρη διατρίβειν, ὑπὲρ ὅλων τῶν πραγμάτων ὑποθέμενος Isoc. 4.51
, cf. 12.119;ὥσπερ ὑπεθέμην Thphr.Char.Prooem.5
;περὶ ἀέρος εἰπόντες, ὥσπερ ὑπεθέμεθα Arist.Mete. 340a23
, cf. Rh. 1432b5, Aeschin. 1.37, 2.102;ὑποθησόμεθα ταύτης ἀρχὴν τῆς βύβλου τὴν πρώτην διάβασιν ἐξ Ἰταλίας Ῥωμαίων Plb.1.5.1
:—[voice] Pass.,οἱ ὑποτεθέντες λόγοι Pl. Lg. 812a
.IV [voice] Med., assume as a preliminary,ταύτην μὲν δὴ πυρὸς ἀρχὴν καὶ τῶν ἄλλων σωμάτων ὑποτιθέμεθα Id.Ti. 53d
;ὑποθέμενος ἑκάστοτε λόγον.., ἃ μὲν ἄν μοι δοκῇ τούτῳ συμφωνεῖν, τίθημι ὡς ἀληθῆ ὄντα Id.Phd. 100a
;οἱ περὶ τὰς γεωμετρίας.. ὑποθέμενοι.. τὰ σχήματα,.. ποιησάμενοι ὑποθέσεις αὐτά Id.R. 510c
; ;ὃ ἐξ ἀρχῆς ὑπετιθέμεθα Id.Chrm. 171d
;ἐὰν ὡς ὂν ὑποθῇ ὃ ὑπετίθεσο Id.Prm. 136c
; ὑ. περί τινος ὡς ὄντος ib. 136b, cf. 137b, Plt. 284c;ὑ. ὡς τούτου οὕτως ἔχοντος Id.R. 437a
: c. acc. et inf., assume or suppose that.., Id.Phd. 100b, Prt. 339d: without inf., [ τὴν ἀρετὴν] διδακτὸν ὑ. assume it to be teachable, ib. 361b;τἀναντία οἷς ὑπεθέμην Id.Tht. 165d
; ὥσπερ ὑπέθου as you began by requiring, Id.R. 346b (referring to 336d):—[voice] Pass., esp. in [tense] aor. ὑπετέθην (cf.ὑπόκειμαι 11.2
), Id.Ti. 48e, 61d;τὰ ὑποτεθέντα Id.Prm. 136b
; τῶν καλῶν τι ἡ σωφροσύνη ὑπετέθη was assumed to be.., Id.Chrm. 160d (referring to 159c);τοῦτο δ' ἀδύνατον, ὥστε ψεῦδος τὸ ὑποτεθέν Arist.APr. 61a31
; εἰ τοῦτό τις ὑποτεθείη γινώσκειν if it were assumed that one knew this, Phld.Rh.2.17S.2 later, assume, suppose, estimate,παρέσομαι πρὸς ὑμᾶς, ὡς ὑποτίθεμαι, τῇ ιζ PCair.Zen.247.4
(iii B. C.); ὑποτιθεμένου τοῦ ποδὸς δραχμῆς the foot being reckoned at one drachma, Supp.Epigr.4.446.14 (Didyma, iii/ii B. C.), cf. PCair.Zen. 15r.34 (iii B. C.); τὸν χιλιάρουρον (sc. ἀμπελῶνα) ὑποτιθέμεθα ἐπὶ τὸ ἔλαττον we assess at the reduced sum, ib.361.9 (iii B. C.); νεώτερον αὐτὸν ὑ. put him down as younger, D.H.4.6; ταῦτα τὸν Ὅμηρον ὡς συστρατιώτην ἔφη εἰρηκέναι καὶ οὐχ ὡς ὑποτιθέμενον not as a composer of fiction, Philostr.Her.4.4.V [voice] Act., establish as a preliminary, premise, ταῦθ' ὑποθεὶς ἐπεῖπεν ὡς .. Aeschin.2.157; τοῦθ' ὑποθέντες ἀκούετε τῇ γνώμῃ, τί ἄν, εἴ τις ἔπασχε ταῦθ' ὑμῶν, ἐποίει after deciding in your own minds, D.21.108;ῥυθμοὺς καὶ σχῆμα ἐλευθέριον ὑποθεῖσαι μέλος ἢ λόγον ἐναντίον ἀποδοῦναι Pl.Lg. 669c
.2 represent as ὑποκείμενον (v.ὑπόκειμαι 11.8
),εἰ μή τις ἑτέραν ὑποθήσει τοῖς ἐναντίοις φύσιν Arist.Ph. 189a28
; [ἀρχὴν] ἄν τε μίαν ἄν τε πλείους Id.Metaph. 988a24
.VII put down as a deposit or stake, pawn, pledge, mortgage,τοῦτο τὸ ἐνέχυρον Hdt.2.136
; τὴν οἰκίαν, τὴν οὐσίαν, Isoc.21.2, D.28.17, 49.12; ὑπέθεσαν αὐτῷ τοῦ ταλάντου τὰς προσόδους mortgaged their revenues for the talent, Aeschin.3.104;τῷ πατρὶ τἀνδράποδα D.27.25
;δραχμὴν ὑπόθες Diph.73.2
;ὑποθέμενοι χρυσίον IG12.313.177
; τὴν οἰκίαν πωλοῦντα καὶ ὑποτιθέντα selling and mortgaging, i.e. having full ownership of, the house, PCair.Zen.588.1, cf. 9 (iii B. C.), PRyl.162.28 (ii A. D.); cf.ὑποθήκη 11
:—[voice] Med., of the mortgagee, lend money on pledge, D.28.18;ὑποθέσθαι τὰ σκεύη τῆς νεώς Id.50.55
:— but the [voice] Med. is used for the [voice] Act. in later writers, Plu.Cat.Mi.6:— for the [voice] Pass., ὑπόκειμαι is used, except in [tense] aor. 1, πόρους (revenues) ὑποκεῖσθαι αὐτοῖς τούς τε ὑποτεθέντας εἰς τὸ βουλευτήριον .. OGI46.10 (Halic., iii B. C.), cf. AJP56.375 (Colophon, iv B. C., [voice] Med. and [voice] Pass.); cf. τίθημι.2 stake, hazard, venture, ; τὸν ἴδιον κίνδυνον ὑποθείς at his own risk, D.19.252; alsoἑαυτὸν ἔγγυον ὑποθείς Plu.Crass.7
;τὴν ψυχὴν ταῖς τύχαις Luc.Dem.Enc.41
;τὰ σὰ τοῖς ἐκτός Arr.Epict.2.2.12
; τὸν τράχηλον ib.4.1.77; ἑαυτὸν τῷ νόμῳ, i. e. risked the penalties of the law, Philostr.Gym.24;οὐδὲ αὑτοὺς ταύταις ὑποθήσομεν ταῖς αἰτίαις Jul.Or.3.112a
; νομίμοις ποιναῖς ὑποθεῖναι [ αὐτούς] PMasp.24.50 (vi A. D.); ἑαυτὸν [ ὀργῇ] Plu.Them.24;τοῖς κινδύνοις σφᾶς αὐτούς Aristid.1.467
J.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑποτίθημι
-
5 κατακρατέω
A prevail over, c. gen. pers.,κατακρατεῖν ἀνδρὸς εἴωθεν γυνή Men.646
, cf. Thphr.CP2.14.4;τῶν πολεμίων Plb.16.30.5
: metaph., of pleasure,κ. τοῦ οἴκου Stoic.3.98
; also c. acc., τους ἄλλους ἀρετῇ κ. D.C.54.29;ὁ ἵππος πρεσβύτερος ἤδη ὢν οὐ κ. τὰς θηλείας PCair.Zen.225.8
(iii B. C.):—[voice] Pass., to be overcome,ὑπὸ νόμου βελτίονος Zaleuc.
ap. Stob.4.2.19.2 abs., prevail, gain the mastery, gain the victory,κατὰ μοῖρ' ἐκράτησεν A.Pers. 101
(lyr.), cf. Hdt.7.168, Th. 6.55, Pl.Lg. 840e; ὁ Πηνειὸς τῷ οὐνόματι κατακρατέων ἀνωνύμους τοὺς ἄλλους [ ποταμοὺς]εἶναι ποιέει Hdt.7.129
; of an opinion, D.C.57.15; of planetary influence, predominate, Procl.Par.Ptol.18,al.II c. acc. rei, gain the mastery over, ἀμάχους ῥώμας, εὔνοιαν, Ph.2.117, 438; win,στέφανον D.Chr.9.13
: c. gen. rei, τῆς προθέσεως become master of one's purpose, Plb.5.38.9;τοῦ γενέσθαι τι Id.28.13.13
;τῶν ὅλων Id.3.81.10
; retain possession of,τῆς πόλεως Id.1.8.1
; master,τῆς Ελληνικῆς διαλέκτου Id.39.1.4
, cf. Cleom.1.10;ἰδιότητος Porph.Sent.33
.2 digest, concoct,τὰς τῶν σίτων τροφάς Pl. Lg. 789d
, cf. Arist.Pr. 930b31:—[voice] Pass.,τῇ εὐχυλίᾳ Sor.1.53
(fort. - κραθῇ).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κατακρατέω
-
6 μά
μά (A) [pron. full] [ᾰ], Particle used in asseverations and oaths, c. acc. of the deity or thing appealed to; in itself neither affirmative nor negative, but made so by prefixing ναί or οὐ, or, in [dialect] Att., by the context: thus,I ναὶ μὰ .., in affirmation, ναὶ μὰ τόδε σκῆπτρον yea by this staff, Il.1.234, cf. h.Merc. 460;ναὶ μὰ γὰρ ὅρκον Pi.N.11.24
; ναὶ μὰ Δία, ναὶ μὰ τὸν Δία, etc., Ar.Ach.88, Pl.R. 407b, etc.; alsoμὰ ναί Inscr.Cypr.109
H.II οὐ μὰ .., in negation, οὐ μὰ γὰρ Ἀπόλλωνα, οὐ μἀ Ζῆνα, nay, by.., Il.1.86, 23.43;οὐ μὰ τὴν δέσποιναν Ἄρτεμιν S. El. 626
;οὔ τοι μὰ τοὺς δώδεκα θεούς Ar.Eq. 235
; οὐ μὰ τὸν Δία, οὔκουν οὕτω γε .. Pl.Tht. 142e.1 chiefly in negation when the negative follows,μὰ Δί' οὐκ εἶδον ἐμαυτοῦ ἀμείνω ὑλοτόμον IG12.1084
; μὰ τὴν πατρῴαν ἑστίαν, ἀλλ' οὐχ ὕβρει λέγω τάδ' S.El. 881;μὰ τοὺς παρ' Ἅιδῃ νερτέρους ἀλάστορας, οὔτοι ποτ' ἔσται τοῦτο E.Med. 1059
;μὰ τὸν Ἀπόλλω, οὔκ Ar.Th. 269
, cf. A.Ag. 1432, E.Cyc. 262, Pl.Prt. 312e;μὰ τὴν γῆν, μὴ σύγε δῷς Anaxil.9
;μὰ δαίμονας, οὐκ ἀπὸ ῥυσμοῦ εἰκάζω Call.Epigr.44
; μὰ τὸν Δία δὲ οὐδὲ νομίζω .. IG22.1099.30 (ii A.D.);μὰ σέ, Καῖσαρ, οὐδείς σε νικᾷ D.C.61.20
: with preceding neg.,οὐδ' ὄναρ, μὰ τὰς Μοίρας Herod. 1
. II: in answers, when the negation is expressed in the question, οὐκ αὖ μ' ἐάσεις; Answ.μὰ Δί', ἐπεὶ κἀγὼ πόνηρός εἰμι Ar.Eq. 336
, cf. 338 (where οὐκ ἐάσω is to be supplied after μὰ Δία from the question, cf. Ra. 951, Pl. 400): when ἀλλά follows, δύο δραχμὰς μισθὸν τελεῖς; Answ.μὰ Δί', ἀλλ' ἔλαττον Id.Ra. 174
(where οὐ τελῶ is understood, cf. ib. 753, 779, 1053, X.Mem.3.13.3): inμὰ γῆν, μὰ κρήνας, μὰ ποταμούς, μὰ νάματα Antiph.296
= Timocl.38, the context is missing.b in reply to an imper., ἀπόδος αὐτό; Answ.μὰ τὸν Ἀπόλλω Ar.Th. 748
.2 in later Gr. in affirmation,δακρύω μὰ σέ, δαῖμον Annales du Service 27.32
([place name] Egypt);μὰ τὴν Ἄρτεμιν Ἀκοντίῳ γαμοῦμαι Aristaenet. 1.10
, cf. Ach.Tat.8.5.IV in colloquial discourse, esp. [dialect] Att. (cf. Greg.Cor.p.150 S., Ph.2.271), the name of the deity sworn by was often suppressed, to avoid a downright oath, (lyr.), Pl.Grg. 466e;μὰ τήν Men.369
;ναὶ μὰ τόν Call.Fr. 66d
, Ael. NA3.19; ναὶ μὰ τάς (sc. Χάριτας) Suid. s.v. ναὶ μὰ τό (codd. dett.);οὐ μὰ τὸν—οὐκ ὀμόσω AP12.201
(Strat.), cf. 7.112 (D.L.).V μά is sts. omitted after ναί (q. v.); also afterοὐ, οὐ τὸν πάντων θεῶν θεὸν πρόμον Ἅλιον S.OT 660
(lyr.); οὐ τὸν Ὄλυμπον ib. 1088 (lyr.);οὐ τόνδ' Ὄλυμπον Id.Ant. 758
, cf. El. 1063 (lyr.).-------------------------------------------μά (B), Thess. for δέ, IG9(2).258.11 (Cierium, ii B.C.), 461 A9 (Crannon, ii B.C.); also found at beginning of sentence in POxy.1216.10 (ii/iii A.D.).------------------------------------------- -
7 γεφυρόω
A dam up (cf.γέφυρα 1
), γεφύρωσεν δέ μιν (sc. τὸν ποταμὸν ἡ πτελέη) Il.21.245; but in Prose, γ. τὸν ποταμόν throw a bridge over it, Hdt.4.118; Βόσπορον ib.88;τοὺς τῆς θαλάττης τροχούς Pl.Criti. 115c
;ἐγεφυρώθη ὁ πόρος Hdt.7.36
;πλοίοις τὴν διάβασιν γ. Plb.3.66.6
; also, dam,ποταμοὺς νεκροῖς Luc.DMort.12.2
;τὰ δύσπορα Id.Demon.1
, cf. Nonn. D.27.185.3 metaph,νόστον Ἀτρείδαις γ. Pi.I. 8(7)
51.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γεφυρόω
См. также в других словарях:
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
Μεξικό — Κράτος του νότιου τμήματος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τις ΗΠΑ και στα Ν με την Μπελίζ και τη Γουατεμάλα. Βρέχεται στα Δ από τον Ειρηνικό ωκεανό και στα Α από τον κόλπο του Μεξικού.O ποταμός Pίο Γκράντε αντιπροσωπεύει ένα μεγάλο… … Dictionary of Greek
Αργεντινή — Κράτος της Νότιας Αμερικής.Συνορεύει ΒΑ με την Ουρουγουάη και τη Βραζιλία, Β με την Παραγουάη, ΒΔ με τη Βολιβία, Δ και ΝΔ με τη Χιλή, ενώ μια χιλιανή στενή λωρίδα γης τη χωρίζει από το έδαφος της Γης του Πυρός. Ανατολικά βρέχεται από τον… … Dictionary of Greek
Καναδάς — I Επίσημη ονομασία: Καναδάς Έκταση: 9.970.610 τ. χλμ. Πληθυσμός: 30.007.094 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Οτάβα (827.898 κάτ. το 2001)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Ν με τις ΗΠΑ και στα Δ με την πολιτεία Αλάσκα των ΗΠΑ. Βρέχεται στα Β από… … Dictionary of Greek
Ιράν — Επίσημη ονομασία: Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν Παραδοσιακή ονομασία: Περσία Έκταση: 1.648.000 τ. χλμ. Πληθυσμός: 65.540.226 (2002) Πρωτεύουσα: Τεχεράνη (6.758.845 κάτ. το 1996)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με το… … Dictionary of Greek
Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Βραζιλία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Βραζιλίας Έκταση: 8.547.404 τ.χλμ Πληθυσμός: 174.468.575 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Μπραζίλια (2.043.169 κάτ. το 2000)Κράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τη Γαλλική Γουιάνα (ΒΑ), το Σουρινάμ,… … Dictionary of Greek
Ταϊλάνδη — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας. Ανατολικά συνορεύει με το Λάος και την Καμπότζη και νότια με τη Μαλαισία. H Tαϊλάνδη (πρώην Σιάμ) εκτείνεται στη μεγάλη επίπεδη ζώνη που σχηματίζεται στην καρδιά της χερσονήσου της Iνδοκίνας, βλέπει προς τον… … Dictionary of Greek
Νίγηρ — Κράτος της δυτικής Αφρικής. Συνορεύει Β με την Aλγερία και με τη Λιβύη, Δ με το Mάλι και με την Mπουρκίνα Φάσο, Ν με το Μπενίν και με τη Νιγηρία, Α με το Tσαντ.Tυπικό παράδειγμα χώρας που έχει δημιουργηθεί τεχνητά από τον αποικιακό διαμελισμό, η… … Dictionary of Greek